Ο νέος που γνωρίζει το 1934 στην Αθήνα ο Πέτρος
Χάρης, διευθυντής της Νέας Εστίας, είναι ένας
άνθρωπος πολύ φτωχός και ταλαιπωρημένος.
Ο κατά
κόσμον Δημήτρης Βαλασιάδης έχει έρθει από την Κωνσταντινούπολη στην Ελλάδα με
την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924 και ζει στην περιοχή της Εδεσσας
επιβιώνοντας με όποια δουλειά του τύχει: λούστρος, σερβιτόρος, υπάλληλος
δικηγορικού γραφείου. Παράλληλα γράφει. Ο Χάρης αποφασίζει να δημοσιεύσει στο
περιοδικό το διήγημά του «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά
αστέρια» και δίνει στον άγνωστο συγγραφέα ένα λογοτεχνικό βήμα. Η ζωή του Λουντέμη
αλλάζει.
Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης τού βρίσκει δουλειά
βιβλιοθηκάριου στην Αθηναϊκή Λέσχη και το 1938 τυπώνει το πρώτο του βιβλίο, τη
συλλογή διηγημάτων Τα πλοία δεν άραξαν. Με το βιβλίο αυτό
ο 27χρονος Λουντέμης μοιράζεται το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας
Ακολουθούν τα διηγήματα
Περιμένοντας το ουράνιο τόξο (1940)
Γλυκοχάραμα (1944)
Το μυθιστόρημα Eκσταση (1943).
Αυτοί που φέρανε την καταχνιά (1946),
Καληνύχτα ζωή (1946),
Συννεφιάζει (1948),
Βουρκωμένες μέρες (1953),
Οι κερασιές θ’ ανθίσουν και φέτος… (1956),
Ενα παιδί μετράει τ’ άστρα (1956),
Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους (1956).
Γίνεται δημοφιλής
Τελευταία του βιβλία ήταν το μυθιστόρημα Της γης οι αντρειωμένοι και το
παιδικό Ο Ηρακλής. Η σορός του
τίθεται σε λαϊκό προσκύνημα στη Μητρόπολη Αθηνών και ο Δήμος Αθηναίων εις
ένδειξη τιμής τού παραχωρεί τάφο στο Α’ Νεκροταφείο. «Αθάνατος» φωνάζει στην κηδεία
του ο Ρίτσος και το πλήθος επαναλαμβάνει.
Η νεολαία που βγήκε
από τη δικτατορία έχει μεγαλώσει με τα βιβλία του. Για πολλές γενιές Ελλήνων
αναγνωστών τα μυθιστορήματα του Λουντέμη θα είναι μέρος του τελετουργικού
περάσματος από την παιδική ηλικία στην εφηβεία.