Ήταν
η τελευταία Κυριακή της Αποκριάς στην πόλη της Βενετίας.
Η πλατεία είχε γεμίσει με μασκαράδες,
βασιλιάδες, ιππότες, πιερότους, κλόουν, πριγκίπισσες. Ο Αρλεκίνος, το μικρό
αγόρι, τους έβλεπε από το παράθυρο του σπιτιού του να χορεύουν, να γελούν και
να διασκεδάζουν. Έβλεπε τις πολύχρωμες σερπατίνες να ανεμίζουν και ήθελε τόσο
πολύ να πάει και εκείνος όμως πώς; Δεν είχε μία αποκριάτικη στολή. Το μόνο που
είχε ήταν ένα τρύπιο παντελόνι και ένα ξεβαμμένο πουκάμισο. Βλέπετε ο Αρλεκίνος
ήταν πολύ φτωχός. Ο μπαμπάς του είχε πεθάνει και η μαμά του δούλευε όλη μέρα
για να πληρώσει το νοίκι. Έτσι λοιπόν ο Αρλεκίνος καθόταν στο παράθυρο και
κοιτούσε από μακρυά, τους μασκαράδες να γλεντούν. Ένα δάκρυ κύλισε στο πρόσωπο
του και μόλις το είδε η μαμά στεναχωρήθηκε.
Σκέφτηκε τότε να ανέβει στη σοφίτα και να ψάξει τα μπαούλα
μήπως καταφέρει να βρει κάτι για να φορέσει το παιδί της και να κατέβει στην
πλατεία. Μέσα σε ένα μπαούλο λοιπόν βρήκε κάτι πολύχρωμα κουρελάκια, μπλε,
κόκκινα, κίτρινα, ρόζ, πορτοκαλί, πράσινα. Τα μάζεψε όλα και πήγε στο δωμάτιο
της. Όλο το βράδυ έραβε και ένωνε τα κουρελάκια. Έτσι κατάφερε να δημιουργήσει
ένα μακρόστενο και φαρδύ πανί το οποίο άπλωσε στο τραπέζι και το χώρισε σε
κομμάτια. Το ένα έγινε σακάκι και το άλλο παντελόνι.

Ο Αρλεκίνος σ’ αυτό το καρναβάλι χόρεψε
ξέφρενα μέχρι το πρωί και το χαμόγελο δεν έφυγε ποτέ ξανά από το πρόσωπό του.
Από τότε κάθε χρονιά ,σε κάθε καρναβάλι
μαζευόντουσαν όλοι στο σπίτι του και ζητούσαν από την μαμά του να τους ράψει
αυτή την τόσο ξεχωριστή στολή.