Ήταν
η τελευταία Κυριακή της Αποκριάς στην πόλη της Βενετίας.
Η πλατεία είχε γεμίσει με μασκαράδες,
βασιλιάδες, ιππότες, πιερότους, κλόουν, πριγκίπισσες. Ο Αρλεκίνος, το μικρό
αγόρι, τους έβλεπε από το παράθυρο του σπιτιού του να χορεύουν, να γελούν και
να διασκεδάζουν. Έβλεπε τις πολύχρωμες σερπατίνες να ανεμίζουν και ήθελε τόσο
πολύ να πάει και εκείνος όμως πώς; Δεν είχε μία αποκριάτικη στολή. Το μόνο που
είχε ήταν ένα τρύπιο παντελόνι και ένα ξεβαμμένο πουκάμισο. Βλέπετε ο Αρλεκίνος
ήταν πολύ φτωχός. Ο μπαμπάς του είχε πεθάνει και η μαμά του δούλευε όλη μέρα
για να πληρώσει το νοίκι. Έτσι λοιπόν ο Αρλεκίνος καθόταν στο παράθυρο και
κοιτούσε από μακρυά, τους μασκαράδες να γλεντούν. Ένα δάκρυ κύλισε στο πρόσωπο
του και μόλις το είδε η μαμά στεναχωρήθηκε.
Σκέφτηκε τότε να ανέβει στη σοφίτα και να ψάξει τα μπαούλα
μήπως καταφέρει να βρει κάτι για να φορέσει το παιδί της και να κατέβει στην
πλατεία. Μέσα σε ένα μπαούλο λοιπόν βρήκε κάτι πολύχρωμα κουρελάκια, μπλε,
κόκκινα, κίτρινα, ρόζ, πορτοκαλί, πράσινα. Τα μάζεψε όλα και πήγε στο δωμάτιο
της. Όλο το βράδυ έραβε και ένωνε τα κουρελάκια. Έτσι κατάφερε να δημιουργήσει
ένα μακρόστενο και φαρδύ πανί το οποίο άπλωσε στο τραπέζι και το χώρισε σε
κομμάτια. Το ένα έγινε σακάκι και το άλλο παντελόνι.
Η στολή του Αρλεκίνου
ήταν έτοιμη! Μόλις την φόρεσε ο Αρλεκίνος ένιωσε σπουδαίος και ευτυχισμένος. Η
μαμά του, πήρε ένα βελούδινο μαύρο ύφασμα και άνοιξε 2 τρύπες, αυτή ήταν η
μάσκα του. Του έφτιαξε και ένα ωραίο καπέλο και τώρα φορούσε την πιο φανταχτερή
στολή! Ο Αρλεκίνος έδωσε ένα τεράστιο φιλί στην μαμά του και έτρεξε προς την
πλατεία. Μόλις τον είδαν σταμάτησαν όλοι να χορεύουν και πήγαν κοντά του. Τον
περικύκλωσαν και θαύμαζαν την στολή του, ήταν η πιο ωραία και διαφορετική
αποκριάτικη στολή που είχαν δει. Ένας παλιάτσος….χραπ! του τράβηξε τη μάσκα και
είδαν όλοι ότι ήταν ο Αρλεκίνος. Όλοι μαζί οι μασκαράδες αποφάσισαν ότι ο
Αρλεκίνος και η μαμά του θα ήταν οι βασιλιάδες του καρναβαλιού!
Ο Αρλεκίνος σ’ αυτό το καρναβάλι χόρεψε
ξέφρενα μέχρι το πρωί και το χαμόγελο δεν έφυγε ποτέ ξανά από το πρόσωπό του.
Από τότε κάθε χρονιά ,σε κάθε καρναβάλι
μαζευόντουσαν όλοι στο σπίτι του και ζητούσαν από την μαμά του να τους ράψει
αυτή την τόσο ξεχωριστή στολή.