Πέρασαν δέκα ημέρες από την Ανάληψη του Χριστού,
συνολικά δηλαδή πενήντα
ημέρες από την Ανάσταση. Πάλι όλοι οι μαθητές ήταν μαζεμένοι στο υπερώο. Τα
Ιεροσόλυμα ήταν γεμάτα κόσμο.
Ξαφνικά ακούστηκε μια πολύ δυνατή βοή, σαν να φυσούσε
ένας πολύ ισχυρός άνεμος. Αυτή η βοή κατευθύνθηκε και γέμισε το υπερώο. Κι οι δώδεκα μαθητές είδαν με τα μάτια
τους φλόγες, πύρινες γλώσσες, που διαμοιράστηκαν και κάθισαν πάνω στα κεφάλια
τους.
Από εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκαν ότι πλημμύρισε η ύπαρξή τους
από θεϊκή δύναμη, από το Άγιο
Πνεύμα, κι άρχισαν να μιλούν με ευκολία
ξένες γλώσσες. Τους φώτιζε το Πνεύμα το Άγιο κι έλεγαν λόγια ουράνια και θεϊκά.
Το μαζεμένο πλήθος ακολούθησε τη βοή και μαζεύτηκε έξω από το υπερώο. Και
βγήκαν οι μαθητές και μιλούσαν σ’ όλους αυτούς τους ξένους κι άκουγε ο καθένας
τα θεόπνευστα λόγια στη γλώσσα του. Κι όλοι απορούσαν πώς αυτοί οι αγράμματοι
Γαλιλαίοι μιλούσαν στις διάφορες γλώσσες. Και μερικοί τους περιγελούσαν κι
έλεγαν ότι ήταν μεθυσμένοι.
Τότε στάθηκε ο
Πέτρος μαζί με τους άλλους ένδεκα αποστόλους σε ψηλό μέρος, ώστε να ακούγεται
καλά, κι άρχισε με θάρρος να μιλά στους συγκεντρωμένους. Τους κάλεσε να
ακούσουν προσεχτικά τα λόγια του. Πρώτα τους βεβαίωσε πως δεν ήταν μεθυσμένοι –
πώς θα μπορούσε να είναι μεθυσμένοι αφού ακόμη ήταν πρωινή ώρα; Κι ύστερα
άρχισε να τους εξηγεί τις προφητείες που δικαιώθηκαν στο πρόσωπο του Χριστού,
του Μεσσία, που όλος ο κόσμος περίμενε. Τους μίλησε με απόλυτη βεβαιότητα για
την Ανάσταση του Κυρίου και τους κάλεσε να μετανοήσουν και να βαπτιστούν. Όσοι
τον άκουγαν συναρπάστηκαν από το κήρυγμά του, δέχτηκαν τα λόγια του και ζήτησαν
να βαπτισθούν. Τρεις χιλιάδες άνθρωποι πίστεψαν εκείνη την ημέρα στο Χριστό
ακούγοντας το φωτισμένο κήρυγμα του Αποστόλου Πέτρου.
Αυτή η ημέρα της Πεντηκοστής είναι η ημέρα
που γεννήθηκε η Εκκλησία του Χριστού μας.