Αναμφίβολα, η Μεγάλη Παρασκευή είναι η πιο κατανυκτική ημέρα της Μεγάλης Εβδομάδας, με τον Επιτάφιο Θρήνο και τα εκπληκτικής ομορφιά Εγκώμια.
Το πρωί η ημέρα είναι αφιερωμένη στην Αποκαθήλωση με την ακολουθία των Μεγάλων Ωρών. Ακολούθως, τοποθετείται στο Ιερό Κουβούκλιο ένα ύφασμα πάνω στο οποίο έχει κεντηθεί ή ζωγραφιστεί η ταφή του Ιησού.
Το βράδυ ψάλλεται ο όρθρος του Μεγάλου Σαββάτου και η υμνολογία είναι σχετική με την ταφή του Κυρίου από τους Ιωσήφ και Νικόδημο και την κάθοδο του στον Άδη.
Κατά τη διάρκεια της ακολουθίας ψάλλονται σε τρεις στάσεις τα λεγόμενα Εγκώμια, που είναι μικρά τροπάρια εξόχως δημοφιλή. Τα πιο γνωστά από αυτά είναι το «Η ζωή εν τάφω...», το «Άξιον εστί», το «Αι γενεαί πάσαι...» και το «Ω γλυκύ μου Έαρ...».
Την Μεγάλη Παρασκευή έχουμε την κορύφωση του θειου δράματος, τελείται η «Ακολουθία των Παθών» και θυμόμαστε και βιώνουμε τα Σωτήρια και φρικτά Πάθη του Κυρίου και Θεού μας. Δηλαδή τα πτυσίματα, τα μαστιγώματα, τις κοροϊδίες, τους εξευτελισμούς, τα κτυπήματα, το αγκάθινο στεφάνι και κυρίως την Σταύρωση και τον θάνατο του Χριστού μας.
Ο Χριστός, αφού εμπαίχθηκε και βασανίσθηκε από τον ιουδαϊκό όχλο και τους Πραιτοριανούς του Πιλάτου, πορεύεται την «Οδό του Μαρτυρίου». Στον Γολγοθά σταυρώνεται σαν κακούργος, μαζί με τους δύο ληστές. «Γολγοθά» σημαίνει «κρανίου τόπος», κατά την παράδοση του κρανίου του Πρωτοπλάστου Αδάμ, που απεικονίζεται στη βάση του Σταυρού. Και στον Σταυρό ακόμη δέχεται τον ονειδισμό των στρατιωτών. Όταν θα πει «Διψώ», θα γευτεί χολή και ξίδι. Παρακαλεί τον Ουράνιο Πατέρα Του να συγχωρήσει τους σταυρωτές Του. Συγχωρεί τον Ευγνώμονα και μετανιωμένο Ληστή, ανοίγοντάς του τις πύλες του Παραδείσου.
Την ενάτη ώρα της ημέρας λέει το «Τετέλεσται». Η θεία ψυχή Του κατεβαίνει στον Άδη. Το «πρωτευαγγέλιο», η πρώτη χαρμόσυνη υπόσχεση του Θεού στους πεσμένους Προπάτορες, αρχίζει να εκπληρώνεται. Είχε πει στον όφη ο Θεός: «Έχθραν θήσω αναμέσον σου και αναμέσον του σπέρματός σου και αναμέσον του σπέρματος αυτής (της γυναίκας). Αυτός σου τηρήσει την κεφαλήν, συ δε τηρήσεις αυτού πτέρναν». Τώρα ο διάβολος «πληγώνει την πτέρνα» του Υιού του Ανθρώπου, που θα βρεθεί στα βασίλεια του Άδη για τρεις μέρες. Κατόπιν όμως θα δεχτεί το θανάσιμο χτύπημα στην κεφαλή Του από τον Θεάνθρωπο που θα αναστηθεί. Η Εκκλησία βιώνει διαρκώς αυτήν την σταυροαναστάσιμη ατμόσφαιρα, το κλίμα της χαρμολύπης. Απ’ τη ζωηφόρο πλευρά Του ρέει αίμα και ύδωρ.
Ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ευσχήμων βουλευτής και ο κρυφός μαθητής, Νικόδημος παίρνουν άδεια απ’ τον Πιλάτο και κατεβάζουν το θείο Σώμα απ’ τον Σταυρό. Το αποθέτουν, με αρώματα και μύρα, τυλιγμένο με λευκό σεντόνι, στο κενό μνημείο του Ιωσήφ, «ο ην λελατομημένον εκ πέτρας».