Από τη Καθαρή Δευτέρα αρχίζει η Σαρακοστή και στον Παρθενώνα σταματούσαν τα γλέντια ,γιατί άρχιζε η περίοδος της μεγάλης νηστείας .
Τα παιδιά ανυπομονούσαν να ρθεί το Πάσχα ,γιατί τους έλεγαν ότι θα φάνε ξανά αυγό ,όταν θα λαλήσει το χρυσό πουλί και έδειχναν το χρυσό πουλί του άμβωνα της εκκλησίας του Αγίου Στεφάνου. Ήταν σαν παραμύθι για τα παιδιά.
Οι νέοι μάζευαν κλαδιά από τις ελιές ( ήταν η εποχή του κλαδέματος )και κάθε απόγευμα μαζεύονταν στην πλατεία και με τσιγκέλια τραβούσαν τα κλαδιά στο χοροστάσι ,πίσω από την εκκλησία και τα στοιβάζανε.Τα τοποθετούσανε γύρω γύρω και στη μέση αφήνανε ένα κενό.Έμπαιναν μέσα σ΄αυτό και επειδή απαγορευόταν το τραγούδι έλεγαν ένα μοιρολόι το ΄΄Σήμερα μαύρος ουρανός΄΄. Με τα κλαδιά αυτά έφτιαχναν έναν αφανό που τον έβαζαν φωτιά όταν έλεγε ο παπάς το ΄΄ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ΄΄.
Το Σάββατο του Λαζάρου μόλις τελείωνε η εκκλησία ,τα κορίτσια γύριζαν στις γειτονιές και τραγουδούσαν το Λάζαρο.Τους έδιναν για ανταμοιβή αυγά ξηρούς καρπούς και καρύδια.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας τα παιδιά πήγαιναν στους λάκκους του Παρθενώνα και μαζεύανε βάγια,τα οποία τα πήγαιναν στην εκκλησία.
Τα ζευγάρια που είχαν παντρευτεί εκείνη τη χρονιά έπρεπε οπωσδήποτε να πάνε βάγια στην εκκλησία για να έχουν ευλογία .Τα τύλιγαν τα βάγια στο πιο ωραίο κέντημά τους από την προίκα.Την ημέρα των Βαΐων παίρνανε πίσω τα βάγια και έβαζαν στο εικονοστάσι.
Όλη τη μεγάλη εβδομάδα οι γυναίκες ετοίμαζαν τα σπίτια τους για το Πάσχα( πάτωναν τα κατώγια, καθάριζαν το τζάκι ,έπλεναν τις κουρελούδες και τις έστρωναν μετά καθαρές ,φορκαλούσαν τις αυλές-σκούπιζαν-,ασβέστωναν τα σπίτια εξωτερικά ) .Μεγάλο αγώνα είχαν και τα παιδιά που έπρεπε να κουβαλάνε κλαδιά για να τελειώσουν τον αφανό.Τα τελευταία κλαδιά έπρεπε να είχαν σκάλα για να τα στήσουν, τόσο ψηλός γινόταν ο πύργος από πράσινα κλαδιά.
Τη Μεγάλη Πέμπτη πήγαιναν πρωί πρωί όλοι στην εκκλησία και κοινωνούσαν οι περισσότεροι –τα παιδιά απαραίτητα. Οι νοικοκυρές γυρνούσαν στα σπίτια και βάφαν τα αυγά και έφτιαχναν τα τσουρέκια. Τα αυγά τα μάζευαν όλη τη Σαρακοστή από τα κοτέτσια τους μέσα σε τενεκέδες ή σε καλάθια.Τα έβαφαν με κρεμμυδόφλουδα. Έβαζαν μέσα σε νερό φλούδες από ξερά κρεμμύδια και γινόταν το νερό καφετί Ύστερα έβαζαν και τα αυγά. Μερικοί χρησιμοποιούσαν και μπογιές από αυτές που είχαν για να βάφουν τα νήματα που χρησιμοποιούσαν στον αργαλειό. Οι Παρθενιώτες εκείνη την εποχή δεν έφτιαχναν τσουρέκια σαν τα σημερινά .Έφτιαχναν το ΄΄φτασμίτικο΄΄. Ήταν πολύ δύσκολο να γίνει .Έσπαναν μέρες πριν ρεβίθια και τα έβαζαν μέσα σε νερό. Στην επιφάνεια του νερού μαζευόταν αφρός που τον έπαιρναν και τον χρησιμοποιούσαν για μαγιά στα τσουρέκια. Το φτασμίτικο φρόντιζαν οι νοικοκυρές να το κάνουν μόνες τους ,να μην τους βλέπει δηλ. κανένας γιατί πίστευαν ότι θα το ΄΄ματιάξουν ΄΄.
Λίγα χρόνια αργότερα που άρχισαν να φτιάχνουν τσουρέκια κάθε νοικοκυρά έφτιαχνε ένα τσουρέκι σαν πλεξούδα και στην άκρη έβαζε ένα αυγό. Αυτά τα τσουρέκια τα έλεγαν ΄΄ξούνες΄΄. Αυτά τα έδινε η νονά στο βαπτιστικό. Επίσης έφτιαχναν και τις μπουγάτσες που ήταν στρογγυλές και τις πήγαινε το βαφτιστικό στη νονά ή στην κουμπάρα. Όταν έφτιαχναν τα τσουρέκια τα σφράγιζαν με σφραγίδα που είχε πάνω της το δικέφαλο αετό. Στο χωριό υπήρχαν πολύ λίγες τέτοιες σφραγίδες και τις γύριζαν από σπίτι για να σφραγίσουν τα τσουρέκια.
Το φαγητό της Μεγάλης Πέμπτης ήταν τα σαλιγκάρια. Μάζευαν άγρια σαλιγκάρια από το βουνό ,που ήταν μεγάλα και τα μαγείρευαν με σπανάκια ,κρεμμύδια και άνηθο. Σε όποιο σοκάκι και να γύριζες στον Παρθενώνα μοσχοβολούσε αυτό το φαγητό. Το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης πήγαιναν όλοι στην εκκλησία για να ακούσουν τα δώδεκα ευαγγέλια. Χαρακτηριστικά ήταν και τα κεριά της Μ. Πέμπτης. Κρατούσαν όλοι ΄΄κλικάρια΄΄. Αυτά ήταν ψηλό κερί που το τύλιγαν σαν σαλιγκάρι.
Την Μεγάλη Παρασκευή πήγαιναν όλοι το πρωί στην εκκλησία για την αποκαθήλωση του Χριστού. Κανείς δεν έτρωγε τίποτα ούτε έπινε νερό μέχρι να κατέβει ο Χριστός από το σταυρό και να στολιστεί ο επιτάφιος. Επειδή η Μ. Παρασκευή ήταν ημέρα πένθους τρώγανε μόνο λίγο ψωμί και πράσινα κρεμμυδάκια. Τα κορίτσια στεκόταν δίπλα στον επιτάφιο και τραγουδούσαν ΄΄σήμερα μαύρος ουρανός΄΄.
Σήμερα μαύρος ουρανός ,σήμερα μαύρη μέρα
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται
σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι
οι άνομοι και τα σκυλιά οι τρεις κατηραμένοι
για να σταυρώσουν το Χριστό των πάντων βασιλέα
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνο μυστικό για να το λάβουν όλοι
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόνταν μοναχή της
τας προσευχάς της έκενε για το Μονογενή της
Φωνή εξήλθε εξ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα
σώνουν κυρά μ’ οι προσευχές σώνουν και οι μετάνοιες
και τον Υιόν σου πιάσανε και στον χαλκιά τον πάνε
Σαν κλέφτη τον επιάσανε και σαν φονιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τας αυλάς εκεί τον τυραννάνε
Χαλκιά ,χαλκιά φτιάσε καρφιά ,φτιάσε τρία περούνια
και κείνος ο παράνομος βαρεί και φτιαχνει πέντε
Συ Φαραέ που τα φτιασες πρέπει να μας διδάξεις
Βάλτε τα δυο στα χέρια του και τα΄ άλλα δυο στα πόδια
το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά του
να τρέξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του
Η Παναγιά σαν τα’ άκουσε έπεσε και λυγώθει
σταμνί νερό της ρίξανε τρία κανάτια μόσχο
και τρία με ροδόσταμο για να ΄ρθει ο λογισμός της
Και σαν της ήρθε ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της
ζητεί μαχαίρι να σφαγεί φωτιά να πάει να πέσει
ζητεί γκρεμό να γκρεμιστεί για το Μονογενή της
Φωνή εξήλθε εξουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα
Λάβε κυρά μ’ υπομονή λάβε κυρά μ’ ανέση
και πώς να λάβω υπομονή και πώς να λάβω ανέση
πούχω Υιο Μονογενή και εκείνον σταυρωμένο.
Η Μάρθα η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιακώβ η αδερφή οι τέσσερις αντάμα
επιάσαν το στρατί στρατί ,στρατί το μονοπάτι
Το μονοπάτι τα’ έβγαλε μες του ληστού την πόρτα
Άνοιξε πόρτα του λιστού και πόρτα του Πιλάτου
κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της
τηρά δεξιά τηρά ζερβά κανέναν δεν γνωρίζει
τηρά και δεξιότερα βλέπει τον Αι Γιάννη
Άγιε μου Γάννη Πρόδρομε και βαφτιστά του γιου μου
μην είδες τον υιόκα μου και σε διδάσκαλό σου
Δεν έχω στόμα να σου πώ γλώσσα να σου μιλήσω
δεν έχω χέρι πάλαμο για να σιυ τον εδείξω
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό τον παραπονεμένο
όπου φορείστην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι
Εκείνος είναι ο γιόκας σου και με διδάσκαλός μου
Η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον εμιλούσε
δε μου μιλάς παιδάκι μου Δε μου μιλάς παιδί μου
Τι να σου πω μανούλα μου π’ αδιάφορο δεν έχεις
μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά στο μεσονύχτι
που θα λαλήσει ο πετεινός σημάνουν οι καμπάνες
τότε και συ μανούλα μου θα’χεις χαρές μεγάλες.
Το βράδυ κάναν περιφορά τον επιτάφιο και έψαλαν τα ΄΄εγκώμια΄΄.
Το Μέγα Σάββατο το πρωί έσφαζαν τα ζώα τους (πρόβατα) και οι νοικοκυρές ετοίμαζαν τη μαγειρίτσα .Καθάριζαν και έπλεναν τα έντερα ετοίμαζαν και τα χορταρικά που θα χρησιμοποιούσαν για το φαγητό της επόμενης μέρας.Το βράδυ όταν ο παπάς έλεγε το Χριστός Ανέστη γινόταν δυο πράγματα συγχρόνως. Χτυπούσε η καμπάνα χαρμόσυνα και δυνατά που λένε πως ακουγόταν μέχρι την παραλία στον Παράδεισο. Επίσης έβαζαν φωτιά τον αφανό.Ήταν τόσο μεγάλη η φωτιά που φαινόταν και από την Κασσάνδρα .
Κανένας δεν έφευγε από την εκκλησία αν δεν τελείωνε η λειτουργία της Ανάστασης ( 2 η ώρα).Όλοι έφερναν από τα σπίτια τους κόκκινα αυγά για να τα τσουγγρίσουν έξω από την εκκλησία. Κάποιοι έβαφαν ξύλινα αυγά και όπως ήταν σκοτεινά κανείς δεν τους καταλάβαινε. Μετά γυρνούσαν στο σπίτι και έτρωγαν τη μαγειρίτσα και λέγανε Χρόνια πολλά.
Την Κυριακή οι νοικοκυρές ξυπνούσαν νωρίς το πρωί για να ετοιμάσουν το φαγητό του Πάσχα που ήτανε το ΄΄ψήμα΄΄. Το ψήμα ήταν κατσικάκι που το μαγείρευαν με κρεμμύδια ,σπανάκια , άνηθο και ρύζι. Μετά το βάζανε σ’ ένα ταψί το σκέπαζαν από πάνω με μαρουλόφυλλα και το κλείνανε στο φούρνο τον παραδοσιακό .Αν δεν υπήρχε φούρνος χτιστός στο σπίτι πήγαιναν σε φούρνο της γειτονιάς και ψήναν δυο ή τρεις γειτόνισσες μαζί.
Νωρίς το απόγευμα κάνανε τη δεύτερη Ανάσταση. Βγάζανε τα λάβαρα της Ανάστασης και τα γυρνούσανε σ’ όλο το χωριό. Η καμπάνα χτυπούσε χαρμόσυνα ,από τη στιγμή που ο παπάς έλεγε το Χριστός Ανέστη, ασταμάτητα για τρεις μέρες. Το απόγευμα ,μετά τη δεύτερη Ανάσταση ,τα παιδιά έπαιρναν την μπουγάτσα και λίγα κόκκινα αυγά και πηγαίνανε στις νονές .Αυτές με τη σειρά τους έδιναν στα βαφτιστικά την ΄΄ξούνα ΄΄και μικρά δωράκια που είχαν αγοράσει όπως κάλτσες ή κανένα κομμάτι ύφασμα .Το βράδυ πίναν ,τρώγαν και γλεντούσαν.
Η πιο σημαντική μέρα για τον Παρθενώνα ήταν η Τρίτη μέρα του Πάσχα που γιόρταζαν την Τριτολαμπρή. Έβγαζαν όλα τα εικονίσματα της εκκλησίας έξω. Κάθε πιστός έπαιρνε από μια εικόνα και έβγαιναν έξω από την εκκλησία. Μπροστά ήτανε τα λάβαρα της Αναστάσεως και οι εικόνες του Αγίου Στεφάνου και του Αγίου Παντελεήμονα ,που ήταν οι προστάτες του χωριού. Όταν έβγαιναν τα εικονίσματα έξω στο περίβολο της εκκλησίας ,οι γονείς λέγανε στα παιδιά τους να ξαπλώσουν στο χώμα για να περάσουν οι εικόνες από πάνω τους και να έχουν ευλογία. Τις εικόνες τις γύριζαν στα χωράφια γύρω γύρω από το χωριό με ψαλμωδίες .Σε συγκεκριμένα σημεία σταματούσαν και έκαναν δεήσεις για ευφορία της γης ,για υγεία. Τα σημεία που σταματούσαν και έκαναν δεήσεις ήταν στο σημείο που ήταν το ξωκλήσι του Αγίου Παντελεήμονα στα νότια του χωριού ,ανατολικά στο ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία ,και βόρεια στο ξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου. Περνούσαν μέσα από ελαιόδεντρα ,καλλιέργειες και μετά επέστρεφαν στην εκκλησία. Έκαναν τρεις περιφορές γύρω από το προαύλιο της εκκλησία και μετά έμπαιναν μέσα για να αφήσουν τις εικόνες. Τα γλέντα και οι χοροί συνεχίζονταν όλη την εβδομάδα μέχρι την Κυριακή του Θωμά.
Κάθε χρόνο ,παρόλο που η εκκλησία του Αγίου Στεφάνου είναι κλειστή ,οι κάτοικοι με τον Ιερέα ανεβαίνουν στον Παρθενώνα και γιορτάζουν την Τριτολαμπρή.