Τρίτη 19 Μαρτίου 2019

ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ -Ο Γέρος του Μωριά


Όταν απέτυχε η επανάσταση του 1770, τα λεγόμενα Ορλωφικά, οι Τούρκοι ανελέητα έσφαζαν στο πέρασμά τους τον άμαχο πληθυσμό. Ανάμεσα σε όσους έφευγαν για να γλιτώσουν από το μίσος του κατακτητή ήταν και η μάνα του Θόδωρου Κολοκοτρώνη. Αν και ετοιμόγεννη πήρε το δρόμο προς τη Μεσσηνία μαζί με το υπόλοιπο πλήθος και από εκεί προς το Ραμαβούνι, για να γλυτώσει και εκείνη αλλά και το παιδί που κουβαλούσε στην κοιλιά της.

Στις 3 Απριλίου 1770 την έπιασαν οι πόνοι. Ξάπλωσε κάτω από ένα δέντρο και έφερε στον κόσμο ένα υγιέστατο αγόρι, τον πρωτότοκο γιο του περίφημου αρματολού Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, που είχε πρωτοστατήσει στην υποκινούμενη από τους Ρώσους ένοπλη εξέγερση της Πελοποννήσου το 1770.
Το παιδί που γεννήθηκε την ώρα της φυγής και της μεγάλης σφαγής, έγινε στρατάρχης του ’21 και πολέμησε για το ύψιστο αγαθό που απολαμβάνουμε εμείς σήμερα: Την ελευθερία!

Γνώρισε νωρίς την ορφάνια. Σε ηλικία 10 ετών, έχασε τον πατέρα του όταν εκείνος σκοτώθηκε από τον κατακτητή, έπειτα από προδοσία τούρκου φίλου του. Μπορεί η μητέρα του, ο ίδιος και τα τέσσερα αδέλφια του να γλίτωσαν τη σφαγή και να κατέφυγαν στη Μάνη αλλά δεν ήταν λίγες οι φορές που αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν για να γλυτώσουν από τους Τούρκους.
Μια μέρα που είχε βρέξει πολύ, έμπαινε με το γαϊδουράκι του φορτωμένο ξύλα στη Τρίπολη. Το ζώο γλίστρησε, παραπάτησε σε μια λακκούβα με νερά και πιτσίλισε τα ρούχα διερχόμενων Τούρκων. Ένας από αυτούς αγριεμένος του έδωσε δύο χαστούκια. Ο Κολοκοτρώνης, 13 ετών τότε, τον κοίταξε με βουρκωμένα μάτια και ορκίστηκε μέσα του: αυτό το χαστούκι θα το γυρνούσε. Στην Τρίπολη δεν θα γυρνούσε παρά το 1821, ως στρατηγός των Ελλήνων πια, πορθητής και εκδικητής.

Αν και σχεδόν αγράμματος γνώριζε αρκετά καλά την ιστορία του γένους του. Στα 15 του εισχώρησε στα σώματα των κλεφτών της Πελοποννήσου και λίγο αργότερα, το 1787, οι κάτοικοι του Ακόβου τον διόρισαν οπλαρχηγό της περιοχής.
Σε ηλικία 20 χρονών, παντρεύτηκε τη μικρότερη κόρη του προεστού του Ακόβου, Κατερίνα Καρούσου, και απέκτησε 6 παιδιά (3 γιους και 3 κόρες, ενώ αργότερα φέρεται να απέκτησε άλλον έναν γιο, καρπό της σχέσης του με μια Υδραία). Αγρότης, κτηνοτρόφος και μυλωνάς, ζούσε μία ήρεμη ζωή.
Διακρίθηκε για τη γενναιότητά του και έγινε πρωτοπαλίκαρο, πριν συγκροτήσει δικό του σώμα και αναπτύξει πλούσια δράση. Από το 1797, οι Τούρκοι τον βάζουν στο μάτι και τα επόμενα χρόνια επιδόθηκε σε σφοδρό ανταρτοπόλεμο με τα 60 παλικάρια του. Αποτέλεσμα; Το 1802 εκδόθηκε φιρμάνι από την Υψηλή Πύλη εναντίον του, να σκοτώσουν δηλαδή με κάθε τρόπο τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη!
Οι Τούρκοι τον καταδιώκουν και πάντα βρίσκονται καλοθελητές που τον προδίδουν. Τον Απρίλιο του 1806 φτάνει τελικά στη Ζάκυνθο όπου θα περάσει 15 ολόκληρα χρόνια. Κατατάχθηκε στον αγγλικό στρατό κι έφθασε μέχρι το βαθμό του ταγματάρχη. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και το 1819 έχασε τη γυναίκα του. Επόμενος σταθμός ήταν η Μάνη.
Στις 23 Μαρτίου 1821 ύψωσε μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη το λάβαρο της ελληνικής επανάστασης στην Καλαμάτα και τέθηκε επικεφαλής πολλών ακόμα αγωνιστών, απελευθερώνοντας την πόλη.
Αμέσως μετά έβαλε σκοπό να καταλάβει την Τριπολιτσά. Η νίκη των Ελλήνων στο Βαλτέτσι (13 Μαΐου 1821) και η άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821), συμβάλλουν στην ανάδειξή του σε αρχιστράτηγο των επαναστατικών δυνάμεων. Η Τριπολιτσά είναι και πάλι ελεύθερη, χάρη στις μάχες των Ελλήνων παλικαριών που στάθηκαν σαν δέντρα αγέρωχα μπροστά στον τούρκο εισβολέα.
Στη μάχη των Δερβενακίων (26-28 Ιουλίου 1822), όπου καταστράφηκε ο στρατός του Δράμαλη, αναδείχθηκε η στρατηγική του ιδιοφυΐα. Η κυβέρνηση Κουντουριώτη τον διόρισε αρχιστράτηγο των επαναστατικών δυνάμεων.
Την ίδια στιγμή βέβαια που ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι αγωνιστές δοξάζονταν στα πεδία των μαχών, οι πολιτικοί άντρες θέλησαν να αμφισβητήσουν την εξουσία του. Κάπως έτσι ξεσπά η πρώτη εμφύλια διαμάχη μεταξύ στρατιωτικών και πολιτικών.
Στις 13 Νοεμβρίου 1824, οι πολιτικοί αντίπαλοι του Κολοκοτρώνη σκότωσαν τον γιο του Πάνο. Ο θάνατος του πρωτότοκου γιου του τον καταρράκωσε. Ο Κολοκοτρώνης παραδόθηκε στις αρχές Δεκεμβρίου του 1824 για να τερματιστεί ο εμφύλιος. Στις 6 Φεβρουαρίου 1825 φυλακίστηκε στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία της Ύδρας, αν και τον αποφυλάκισαν άρον-άρον το 1825 καθώς ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ.
Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1827, η Πελοπόννησος εξακολουθούσε να υφίσταται λεηλασίες και καταστροφές από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ. Οι Έλληνες κατέφευγαν πάντα σε ανταρτοπόλεμο, για τον οποίο παρατηρεί ο Κολοκοτρώνης στα «Απομνημονεύματά» του: «O Ιμπραΐμης μου επαράγγειλε μια φορά διατί δεν στέκω να πολεμήσωμεν (κατά μέτωπον). Εγώ του αποκρίθηκα, ας πάρη πεντακόσιους, χίλιους, και παίρνω και εγώ άλλους τόσους, και τότε πολεμούμε, ή αν θέλη ας έλθη και να μονομαχήσωμεν οι δύο. Αυτός δεν με αποκρίθηκε εις κανένα. Και αν ήθελε το δεχθή το έκαμνα με όλην την καρδιάν, διότι έλεγα αν χανόμουν, ας πήγαινα, αν τον χαλούσα, εγλύτωνα το έθνος μου».
Ο Κολοκοτρώνης δεν σταμάτησε να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στα στρατιωτικά και πολιτικά πράγματα της εποχής έως και το τέλος της Επανάστασης.
Ένθερμος οπαδός της πολιτικής του Καποδίστρια, πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την ενθρόνιση του Όθωνα αν και με την έλευση του τελευταίου, στις 30 Ιανουαρίου 1832, έγινε στόχος συκοφαντιών και ραδιουργιών εκ μέρους των πολιτικών του αντιπάλων.
Η σκευωρία που στήθηκε εναντίον του κατέληξε τελικά στο να κατηγορηθεί για εσχάτη προδοσία και να συλληφθεί στις 6 Σεπτεμβρίου 1833 από κοινού με τους Πλαπούτα, Τζαβέλα, Νικηταρά και άλλους στρατιωτικούς ηγέτες με την κατηγορία ότι προετοίμαζαν συνομωσία εναντίον του ανήλικου βασιλιά και της κυβέρνησής του.
Η διαβόητη δίκη άρχισε στο Ναύπλιο στις 30 Απριλίου 1834 και διήρκησε μέχρι τις 26 Μαΐου. Όσον αφορά στις βαρύτατες κατηγορίες επρόκειτο περισσότερο για αοριστίες που δεν θεμελίωναν νομικά την παραπομπή των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, πόσο μάλιστα για εσχάτη προδοσία.
Η εμφάνιση του Κολοκοτρώνη στο εδώλιο του κατηγορουμένου συγκλόνισε το ακροατήριο. Ερωτηθείς ο Γέρος του Μοριά «τι επάγγελμα έχεις;», έδωσε την ιστορική απάντηση: «Στρατιωτικός. Κρατάω σαράντα εννιά χρόνους στο χέρι το ντουφέκι και πολεμώ για την πατρίδα». 
Ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας καταδικάστηκαν σε θάνατο και φυλακίστηκαν στο Παλαμήδι. Ο Γέρος ήταν 64 ετών. Λίγο αργότερα η ποινή του μετατράπηκε σε εικοσαετή κάθειρξη από τον βασιλιά, με τον Κολοκοτρώνη να υποδέχεται τα νέα της μετατροπής της ποινής του ως εξής: «Θα γελάσω τον βασιλιά! Δεν θα ζήσω τόσους (χρόνους)!»…

Το τέλος ενός Μεγάλου άντρα

Τον Μάιο του 1835, μετά την ενηλικίωση του Όθωνα, ο Κολοκοτρώνης έλαβε βασιλική χάρη και αποφυλακίστηκε. Αποκαμωμένος και εξουθενωμένος από τις άθλιες συνθήκες κράτησης αλλά και την ταπείνωση κατέφυγε στην Αθήνα. Τιμήθηκε με τον βαθμό του στρατηγού, διορίστηκε σύμβουλος Επικρατείας, βραβεύτηκε με τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης άφησε την τελευταία του πνοή στις 4 Φεβρουαρίου 1843, σε ηλικία 73 ετών από εγκεφαλικό επεισόδιο. Αφού στεφάνωσε τον γιο του και ευθύμησε στον γάμο του, πήγε στις 3 Φεβρουαρίου, στον βασιλικό χορό, φανερά ευδιάθετος, όπου και αστειεύτηκε με τους παλιούς του συντρόφους, συνομίλησε με τον Όθωνα και ήπιε άφθονο κρασί. Κάποια στιγμή παρακάλεσε τον βασιλιά να διατάξει τους μουσικούς να παίξουν ελληνικούς χορούς. Τα δημοτικά τραγούδια αντήχησαν στα σαλόνια του παλατιού. Γύρω στα μεσάνυχτα «επέστρεψεν χαίρων εις την οικίαν του, κατεκλίθη εις την στρώμνην του, όπου κοιμόμενον τον προσέβαλεν η αποπληξία»